σαρκοτοκώ

σαρκοτοκώ
-έω, Α [σαρκοτόκος]
(κυρίως το παθ.) σαρκοτοκοῡμαι, -έομαι
γεννιέμαι με μορφή σάρκινου όγκου, ως άμορφη μάζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”